τραχηλιαστής

τραχηλιαστής
ὁ, Μ [τραχηλιάζω]
1. αυτός που έχει τον τράχηλό του τεντωμένο προς τα επάνω και προς τα πίσω
2. (κατ' επέκτ.) α) περήφανος
β) (με αρνητική σημ.) θρασύς, αναιδής, απειθάρχητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”